- εὔφυλλος
- εὔφυλλος, ον,A leafy,
Νεμέα Pi.1.6(5).61
;δάφνα E.IT1246
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νεμέα Pi.1.6(5).61
;δάφνα E.IT1246
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύφυλλος — εὔφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει πολλά και ωραία φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φύλλον] … Dictionary of Greek
εὔφυλλος — leafy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφυλλον — εὔφυλλος leafy masc/fem acc sg εὔφυλλος leafy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφύλλοις — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφύλλοισιν — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφύλλου — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφύλλους — εὔφυλλος leafy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφύλλων — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφύλλῳ — εὔφυλλος leafy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφυλλοι — εὔφυλλος leafy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek